χιλιαπλάσιος

χιλιαπλάσιος
ία , ον тысячекратный, в тысячу раз больший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χιλιαπλάσιος" в других словарях:

  • χιλιαπλάσιος — α, ο / χιλιοπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ ο χίλιες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από άλλον. επίρρ... χιλιαπλασίως / χιλιοπλασίως, ΝΜΑ, και χιλιαπλάσια Ν χίλιες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + πλάσιος*. Η μορφή χίλια τού α συνθετικού στον… …   Dictionary of Greek

  • χιλιαπλάσιος — α, ο επίρρ. α αυτός που είναι χίλιες φορές μεγαλύτερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

  • χιλιοπλάσιος — ον, ΜΑ βλ. χιλιαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • χιλιοπλασίως — ΜΑ επίρρ. βλ. χιλιαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • χιλιόδιπλος — η, ο, Ν χιλιαπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + διπλός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»